Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Η ηθική των ορίων της κατώτερης μεσαίας τάξης και η συζήτηση περί αμβλώσεων.



Η ηθική των ορίων της κατώτερης μεσαίας τάξης και η συζήτηση περί αμβλώσεων[1]

Μετάφραση: Παναγιώτης Καρλαγάνης
 
Η κουλτούρα της κατώτερης μεσαίας τάξης, τώρα όπως και στο παρελθόν, είναι οργανωμένη γύρω από την οικογένεια, την εκκλησία και τη γειτονιά. Προσδίδει μεγαλύτερη αξία στη συνοχή της κοινότητας από την ατομική πρόοδο και στην αλληλεγγύη από την κοινωνική κινητικότητα. Τα επικρατούντα ιδανικά της επιτυχίας παίζουν λιγότερο σημαντικό ρόλο στη ζωή της κατώτερης μεσαίας τάξης από τη διατήρηση των υφιστάμενων συνηθειών της. Οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να πάνε μπροστά, αλλά θέλουν επίσης να σέβονται τους μεγαλύτερούς τους, να αντιστέκονται στον πειρασμό να ψεύδονται και να εξαπατούν, να επωμίζονται στους ώμους τους με προθυμία τις ευθύνες που τους αναλογούν και να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες με σθένος. Ασχολούνται περισσότερο με την τιμή από ότι με την κοσμική φιλοδοξία, σαν γονείς έχουν λιγότερο ενδιαφέρον για το μέλλον σε σχέση με την ανώτερη μεσαία τάξη που προσπαθεί να εξοπλίσει τα παιδιά της με τα προσόντα που απαιτούνται για την επιτυχία στον ανταγωνισμό. Δεν προσυπογράφουν την άποψη ότι οι γονείς οφείλουν να παρέχουν στα παιδιά κάθε πιθανό πλεονέκτημα. Η επιθυμία «να διατηρήσουν τον τρόπο ζωής τους», όπως o E. E. LeMasters  γράφει σε μια μελέτη για τους εργαζομένους στις κατασκευές, υπερισχύει της επιθυμίας να αναρριχηθούν κοινωνικά. «Αν ο γιος μου θέλει να φορά μια καταραμένη γραβάτα σε όλη του τη ζωή και να κάνει τεμενάδες σε ένα αφεντικό, είναι το δικαίωμά του, αλλά μα τω θεώ θα πρέπει επίσης να έχει το δικαίωμα να κερδίζει τίμια το ψωμί  του με τα χέρια του αν αυτό θέλει.»

Σε ιστορικές μελέτες της Μασαχουσέτης του δέκατου ένατου αιώνα, ο Stephan Thernstrom διαπίστωσε ότι ούτε οι Ιρλανδοί ούτε οι Ιταλοί πίστευαν ότι η σχολική εκπαίδευση είναι κατά κύριο λόγο το μέσο για να αναρριχηθούν τα παιδιά τους σε μια υψηλότερη κοινωνική τάξη και να εγκαταλείψουν τις παλιές γειτονιές τους. Στο Newburyport, οι ιρλανδοί γονείς πολλές φορές θυσίαζαν τα παιδιά τους για το πάθος τους για ιδιοκατοίκηση, αναγκάζοντάς τα να εισέρθουν στη αγορά εργασίας αντί να τα στείλουν στο σχολείο. Παράλογη για τα πρότυπα της ανώτερης μεσαίας τάξης, η επιλογή αυτή είχε νόημα για τους ανθρώπους που ήταν προσηλωμένοι στη διατήρηση της συνοχής των κοινοτήτων τους και στη διασφάλιση της συνέχισης του τρόπου ζωής τους στην επομένη γενιά. Οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι εκπαιδευτικοί, εντούτοις, καταδίκασαν τη παιδική εργασία και επιδίωξαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα καθολικής εκπαίδευσης, το οποίο θα καθιστούσε δυνατό για τα παιδιά να ξεπεράσουν τους γονείς τους, να σπάσουν τους παλαιούς δεσμούς και να χαράξουν το δικό τους δρόμο σε έναν ευρύτερο κόσμο περά από τα εθνοτικά γκέτο. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι μεταρρυθμιστές των δημόσιων υπηρεσιών προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τη φυλετική πολιτική του ιρλανδικού-αμερικάνικου μηχανισμού[2] με ένα σύστημα πιο σύμφωνο με τις αρχές της αξιοκρατίας και της διοικητικής αποτελεσματικότητας.

Οι κοινωνιολόγοι παρατήρησαν, συνήθως με έναν υπαινιγμό αποδοκιμασίας, ότι οι εργαζόμενοι φαίνονταν να μην έχουν καμία φιλοδοξία. Σύμφωνα με τον Lloyd Warner, ο οποίος μελέτησε το Newburyport τη δεκαετία του τριάντα, οι νοικοκυρές της εργατικής τάξης έδιναν τον κυρίαρχο τόνο του πολιτισμικού συντηρητισμού. Ενέμεναν σε έναν «άκαμπτο» και «παραδοσιακό» κώδικα ηθικής και σπάνια τολμούσαν να «επιχειρήσουν κάτι καινούργιο.» Δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για μεγάλης κλίμακας στόχους. «Οι ελπίδες τους είναι βασικά κεντροθετημένες γύρω από τη συνέχιση [και] λαμβάνουν τη μορφή της αντίθεσης με τη διαταραχή της τρέχουσας ρουτίνας τους — θέλουν να συνεχίσουν όπως είναι αλλά ταυτόχρονα να βελτιώσουν τις συνθήκες και να κερδίσουν περισσότερη ελευθερία.»

Ο Anthony Lukas, ένας δημοσιογράφος, έθιξε το ίδιο θέμα στον απολογισμό του για τις σχολικές συγκρούσεις στη Βοστώνη στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα. Ο Lukas αντιπαρέβαλε την «ηθική αρχή της επιβίωσης με δυσκολίες του Charlestown» με την «αμερικανική επιτακτική ανέλιξη.» Οι άνθρωποι στο Charlestown, που εγκαταλείφθηκαν από τους πιο φιλόδοξους γείτονες τους εξαιτίας της μετανάστευσης αυτών στα προάστια, είχαν απαρνηθεί «την ευκαιρία, την πρόοδο, την περιπέτεια» με αντάλλαγμα «την σιγουριά της κοινότητας, την αλληλεγγύη, και τη συναδελφικότητα.»[3]

Οι συγκρουόμενες αντιλήψεις για το μέλλον, πολύ περισσότερο από τον αφηρημένο προβληματισμό για την αθανασία της ψυχής του εμβρύου, ήταν αυτές που κρύβονταν πίσω από τη διαμάχη για τις αμβλώσεις που προκλήθηκε με την απόφαση το 1973 του ανώτατου δικαστηρίου στην υπόθεση Roe εναντίον Wade. Κανένα άλλο θέμα δεν αποκάλυψε σαφέστερα το χάσμα μεταξύ των αξιών της μεσαίας τάξης και εκείνων της μορφωμένης ελίτ. «Νομίζω ότι είναι ανόητο οι άνθρωποι να ανησυχούν για τα πράγματα στο μέλλον» δήλωσε ένας ακτιβιστής κατά των αμβλώσεων. «Το μέλλον φροντίζει τον εαυτό του.» Μια άλλη γυναίκα που δραστηριοποιείται στο κίνημα κατά των αμβλώσεων είπε: «Δεν μπορείς να προγραμματίζεις τα πάντα στη ζωή.» Ωστόσο για τις δυνάμεις υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση η «ποιότητα ζωής» εξαρτάται από τον οικογενειακό προγραμματισμό και άλλες μορφές ορθολογικού σχεδιασμού του μέλλοντος. Κατά την άποψή τους, θα ήταν ανεύθυνο να φέρνεις παιδιά στον κόσμο, όταν δεν μπορείς να τους παράσχεις το πλήρες φάσμα των υλικών και πολιτισμικών προτερημάτων που είναι απαραίτητα για την επιτυχία στον ανταγωνισμό. Θα ήταν άδικο να φορτώσουμε τα παιδιά στον αγώνα για την επιτυχία με βάρη: εκ γενετής μειονεκτήματα, φτώχεια ή έλλειψη της αγάπης των γονέων. Ένας ακτιβιστής υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση υποστήριξε ότι «η ανατροφή ενός παιδιού είναι μια σύμβαση για είκοσι τουλάχιστον χρόνια,… οπότε αν δεν είναι η ζωή σου σε μια φάση, όπου μπορείς να [αναλάβεις] τη δέσμευση για την ανατροφή ενός παιδιού, θα πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να μην το κάνεις εκείνη τη στιγμή.» Η εφηβική εγκυμοσύνη ήταν δυσάρεστη για τους υποστηρικτές της νομιμοποίησης των αμβλώσεων όχι επειδή αντιτάσσονταν στο προγαμιαίο σεξ αλλά γιατί οι έφηβοι, κατά την άποψή τους, δεν είχαν κανένα μέσο για να παρέχουν στους απογόνους τους τα πλεονεκτήματα που δικαιούνταν.

Για τους αντιπάλους των αμβλώσεων, όμως, αυτή η έγνοια για την «ποιότητα ζωής» έμοιαζε με μια έννοια με σκοπό να υποταχθούν τα ηθικά και συναισθηματικά στοιχεία στα οικονομικά συμφέροντα. Πίστευαν ότι τα παιδιά χρειάζονταν ηθική καθοδήγηση περισσότερo από όσο χρειάζονταν οικονομικά πλεονεκτήματα. Η μητρότητα ήταν ένα «τεράστιο έργο», στα μάτια τους, όχι επειδή συνεπάγονταν έναν μεγάλου βεληνεκούς οικονομικό σχεδιασμό, αλλά επειδή «είσαι υπεύθυνος, όσο φυσικά μπορείς να είσαι, για την εκπαίδευση τους και τη διδασκαλία… οτιδήποτε πιστεύεις ότι είναι σωστό — ηθικές αξίες, ευθύνες και δικαιώματα.» Οι γυναίκες που αντιτίθονταν στην άμβλωση πίστευαν ότι οι αντίπαλοι τους θεωρούσαν την οικονομική ασφάλεια, ως απαραίτητη προϋπόθεση της μητρότητας. Μια γυναίκα από αυτές απέρριψε «τα στοιχεία αυτά ότι χρειάζονται 65.000 δολάρια από τη γέννησή του» για να μεγαλώσει ένα παιδί ως «γελοία». «Αυτά σημαίνουν ένα καινούργιο ποδήλατο κάθε χρόνο. Σημαίνουν ιδιωτικά κολέγια. Σημαίνουν εντελώς καινούργια ρούχα, όταν ανοίγουν τα σχολεία .... Τα στοιχεία αυτά είναι φουσκωμένα με σκοπό να δώσουν στα παιδιά τα πάντα και νομίζω ότι αυτό δεν είναι καλό για εκείνα.»

Η συζήτηση σχετικά με τις αμβλώσεις απεικονίζει τη διαφορά μεταξύ της πεφωτισμένης ηθικής της επίτευξης του ανταγωνισμού και της ηθικής των ορίων των μικροαστών ή της εργατικής τάξης. «Οι αξίες και οι πεποιθήσεις των [ανθρώπων]  υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση είναι διαμετρικά αντίθετες με εκείνες των ανθρώπων που αντιτίθενται», γράφει η Kristin Luker στη μελέτη της για την πολιτική των αμβλώσεων στην Καλιφόρνια. Οι ακτιβιστές κατά των αμβλώσεων αγανάκτησαν με τη φεμινιστική υποτίμηση των δουλειών του σπιτιού και της μητρότητας. Συμφωνούσαν ότι οι γυναίκες πρέπει να λαμβάνουν ίση αμοιβή για ίση εργασία στην αγορά, αλλά δεν συμφωνούσαν ότι η απλήρωτη εργασία στο σπίτι ήταν ταπεινωτική και καταπιεστική. Αυτό που έβρισκαν «ενοχλητικό [στην] νοοτροπία συνολικά περί αμβλώσεων» όπως το έθεσε ένας από αυτούς, «είναι η ιδέα ότι τα οικογενειακά καθήκοντα — της ανατροφή των παιδιών, της διαχείρισης του νοικοκυριού, της αγάπης και της φροντίδας για έναν σύζυγο — είναι κατά κάποιο τρόπο ταπεινωτικά για τις γυναίκες». Το πρόσχημα που θέτονταν ότι «δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών» δεν μπορούσε να πείσει. Πίστευαν ότι οι άνδρες και οι γυναίκες «δημιουργήθηκαν διαφορετικοί και... ήταν γραφτό να αλληλοσυμπληρώνονται.» Οι φεμινίστριες της ανώτερης μεσαίας τάξης, από την άλλη πλευρά, είδαν την πίστη στις βιολογικά καθορισμένες διαφορές των φύλων ως την ιδεολογική βάση της καταπίεσης των γυναικών.

Η αντίθεσή τους σε μια βιολογική οπτική της ανθρώπινης φύσης υπερέβη τον ισχυρισμό ότι χρησίμευσε για να στερήσει στις γυναίκες τα δικαιώματά τους. Η επιμονή τους ότι οι γυναίκες πρέπει να αναλάβουν τον «έλεγχο πάνω στο σώμα τους» μαρτυρά μια δυσαρέσκεια με βιολογικούς περιορισμούς κάθε είδους, μαζί και την πεποίθηση ότι η σύγχρονη τεχνολογία είχε ελευθερώσει την ανθρωπότητα από αυτούς τους περιορισμούς  καθιστώντας δυνατό για πρώτη φορά να δημιουργηθεί μια καλύτερη ζωή για το ανθρώπινο γένος συνολικά. Οι άνθρωποι υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση καλωσόρισαν τις ιατρικές τεχνολογίες που κατέστησαν εφικτό να ανιχνευθούν γενετικές ανωμαλίες κατά την κύηση και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί κάποιος θα επιθυμούσε εν γνώσει του να φέρει ένα «προβληματικό» ή και «ανεπιθύμητο» παιδί στον κόσμο. Στα μάτια τους, η απροθυμία να δώσεις σε αυτά τα παιδιά το «δικαίωμα να μην γεννηθούν» θα μπορούσε από μόνη της να θεωρηθεί ως ένδειξη ακαταλληλότητας να γίνεις γονιός. «Νομίζω ότι αν υπήρχε τρόπος», ένας από αυτούς είπε στη Luker, «θα συνηγορούσα υπέρ της ανάγκης χορήγησης άδειας για να προχωρήσεις σε εγκυμοσύνη.»

Για τους ανθρώπους κατά των αμβλώσεων, αυτός ο τρόπος σκέψης οδηγούσε λογικά στην πλήρη εφαρμογή της γενετικής μηχανικής, στην αλαζονική αξίωση της δύναμης του ανθρώπου να κρίνει με συνοπτικές διαδικασίες την «ποιότητα ζωής» και στην προθυμία να απορρίπτονται όχι μόνο τα «προβληματικά» έμβρυα αλλά ολόκληρες κατηγορίες προβληματικών ή περιττών ατόμων ως ανάξια να υπάρχουν[4]. Μια ακτιβίστρια κατά των αμβλώσεων της οποίας η νεογέννητη κόρη πέθανε από μια ασθένεια των πνευμόνων αντιτάχθηκε στην ιδέα ότι  «η ζωή του μωρού της, στα μάτια πολλών ανθρώπων, δεν είχε και πολύ νόημα…. Έζησε μόνο είκοσι επτά ημέρες, που δεν είναι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά είτε ζούμε ενενήντα εννέα χρόνια είτε δύο ώρες είτε είκοσι επτά ημέρες, ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος και ό,τι αυτό συνεπάγεται, πραγματικά δεν καταλαβαίνουμε τη διαφορά.»

Ίσως να ήταν ο ισχυρισμός ότι «πραγματικά δεν καταλαβαίνουμε τη διαφορά» στο τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος που δίχαζε περισσότερο τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές σχετικά με το ζήτημα της άμβλωσης. Για τους φιλελεύθερους, μια τέτοια παραδοχή ισοδυναμούσε με προδοσία όχι μόνο των δικαιωμάτων των γυναικών αλλά ολόκληρου του σύγχρονου οικοδομήματος: της κάλυψης της αναγκαιότητας και της αντικατάστασης της τυφλής λειτουργίας της φύσης από την ανθρώπινη επιλογή. Μια τυφλή πίστη στην ικανότητα της ορθολογικής νοημοσύνης να λύνει τα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης και τελικά το μυστικό της ίδιας της δημιουργίας, συνδέεται με τις φαινομενικά αντιφατικές θέσεις που υιοθετούνται από τους φιλελεύθερους — ότι η άμβλωση είναι μια «ηθική ιδιωτική απόφαση» και το σεξ μια συναλλαγή μεταξύ «συναινούντων ενηλίκων» αλλά ότι το κράτος θα μπορούσε κάλλιστα να διατηρεί το δικαίωμα να χορηγεί άδειες εγκυμοσύνης ή ακόμα και να αρχίσει εκτεταμένα προγράμματα ευγονικής. Η δύσκολη συνύπαρξη του ηθικού ατομικισμού και του ιατρικού κολεκτιβισμού αυξήθηκε από τον διαχωρισμό του σεξ και της τεκνοποίησης, ο οποίος έκανε το σεξ ένα θέμα ιδιωτικής επιλογής ενώ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η τεκνοποίηση και η ανατροφή των παιδιών να υπόκεινται σε αυστηρό δημόσιο έλεγχο. Η αντίρρηση ότι το σεξ και η τεκνοποίηση δεν μπορούν να διαχωριστούν χωρίς να παραβλέπεται το μυστήριο που περιβάλλει και τα δύο φαίνονταν στους φιλελεύθερους σαν το χειρότερο είδος θεολογικού σκοταδισμού. Για τους αντιπάλους της άμβλωσης, από την άλλη πλευρά, «ο Θεός είναι ο δημιουργός της ζωής και… η σεξουαλική δραστηριότητα πρέπει να είναι σε συμφωνία…. Η αντισυλληπτική νοοτροπία αρνείται τη θέλησή Του. ‘Είναι η θέλησή μου, όχι η θέλησή σου. ’»

Αν η συζήτηση για την άμβλωση αυτοπεριορίζεται μόνο στο ζήτημα τού πότε ένα έμβρυο λογίζεται ως πρόσωπο, θα ήταν δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί προκαλεί τέτοια έντονα συναισθήματα ή γιατί έχει γίνει αντικείμενο πολιτικής προσοχής φαινομενικά δυσανάλογα με την εγγενή σημασία του. Αλλά η άμβλωση δεν είναι απλώς ένα ιατρικό ή ένα γυναικείο θέμα που έχει γίνει το επίκεντρο μιας ευρύτερης διαμάχης για τον φεμινισμό. Είναι πρώτα απ’ όλα ένα ταξικό ζήτημα. Η μελέτη της Kristin Luker στους ακτιβιστές και των δύο πλευρών του ζητήματος δεν αφήνει καμία αμφιβολία για αυτό. Οι γυναίκες της έρευνας υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση ήταν καλύτερης μόρφωσης και έβγαζαν περισσότερα χρήματα από τις ομολόγους τους στο κίνημα κατά των αμβλώσεων. Εργάζονταν σε διευθυντικές θέσεις και στον επιχειρηματικό τομέα. Πολλές ήταν άγαμες, πολλές ήταν διαζευγμένες και οι παντρεμένες ανάμεσά τους είχαν μικρές οικογένειες. Περισσότερο από το εξήντα τοις εκατό των γυναικών υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση του δείγματος της Luker δήλωσαν ότι δεν ακολουθούν καμία θρησκεία, ενώ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες περιγράφουν τους εαυτούς τους αόριστα ως προτεστάντες. Οι ακτιβίστριες κατά των αμβλώσεων, από την άλλη πλευρά, ήταν νοικοκυρές με πολυμελείς οικογένειες. Ογδόντα τοις εκατό από αυτές πίστευαν στον καθολικισμό. Αυτές οι διαφορές οριοθετούν τις αντιθέσεις μεταξύ δυο κοινωνικών τάξεων, η κάθε μία έχει τη δική της οπτική για τον κόσμο η μία πρόθυμη να επιστρατεύσει τα πρόσφατα αποκτήματά της και να ολοκληρώσει τη σύγχρονη επανάσταση των αυξανόμενων προσδοκιών, η άλλη αφοσιωμένη σε μια έσχατη υπεράσπιση του «Ξεχασμένου Αμερικανού.»



[1] Από το «Ο Μόνος και Αληθινός Παράδεισος: Η πρόοδος και οι επικριτές της» σελ. 487 - 492
[2] ΣτΜ: Μετά τη μεγάλη μετανάστευση των Ιρλανδών στις ΗΠΑ υπήρχε η τάση σε κάποιες δημοσιές υπηρεσίες (π.χ. Πυροσβεστική της Νέας Υόρκης) να διορίζονται μόνο Ιρλανδοί μέσω των εθνοτικών δικτύων. Με αποτέλεσμα να υπάρχει εθνοτική αναπαραγωγή.
[3] Δεν τους προκαλούσε καθόλου ενθουσιασμό η «αστική αναγέννηση» της Βοστώνης κατά μήκος του ποταμού, όπως και στους κάτοικους της εργατικής τάξης του Όκλαντ, απεικονίζει η Lillian Rubin στη μελέτη της το 1976 για τα οικογενειακά πρότυπα, αγανάκτησαν με την μεγάλη δημοσιότητα της ανάπτυξης νέων «τρόπων ζωής» στο Μπέρκλεϋ και στο Σαν Φρανσίσκο. Οι εργαζόμενοι του Όκλαντ ασχολούνταν με το Μπέρκλεϋ και το Σαν Φρανσίσκο τόσο που «θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται και σε άλλον πλανήτη», σύμφωνα με τη Rubin.
[4] Αυτοί οι φόβοι δεν είναι καθόλου φανταστικοί ή υπερβολικοί. Ένα άρθρο του 1970 στο περιοδικό του Ιατρικού Συλλόγου της Καλιφόρνια εξέφραζε ικανοποίηση για την αυξανόμενη αποδοχή των αμβλώσεων ως «πρότυπο του τι πρόκειται να συμβεί», προάγγελος μιας «νέας ηθικής» που θα αντικαταστήσει την ποιότητα της ζωής, εννοώντας στην πραγματικότητα την ιερότητα της ζωής. Το άρθρο προέβλεπε ότι «τα προβλήματα του ελέγχου των γεννήσεων και της επιλογής των γεννήσεων [θα] επεκταθούν αναπόφευκτα στην επιλογή του θανάτου και του ελέγχου του θανάτου» και θα οδηγήσουν στην παραδοχή της ανάγκης για «δημόσιες και επαγγελματικές αποφάσεις τού πότε και πότε όχι θα χρησιμοποιούνται σπάνιοι πόροι.»

1 σχόλιο:

  1. Περιεκτικό και ενδιαφέρον μικρό δοκίμιο για τον Κρίστοφερ Λας:
    Roger Kimball: Ο Christopher Lasch εναντίον των κοινωνικών ελίτ (© New Criterion)
    http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2014/10/christopher-lasch.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή