Εισαγωγή:
Το αναχρονιστικό δίλημμα Αριστερά-Δεξιά.
Μετάφραση:
Παναγιώτης Καρλαγάνης
Η
σημερινή κατάσταση.
Η
βασική ιδέα της παρούσας έρευνας — ότι οι παλαιές ιδεολογίες έχουν εξαντλήσει
την ικανότητα τους να εξηγούν τα γεγονότα ή να εμπνέουν τους άνδρες και τις γυναίκες
να δρουν εποικοδομητικά — χρειάζεται μια εισαγωγική σύντομη επεξήγηση.
Η
απροσδόκητη επάνοδος της Δεξιάς, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά σε ένα
μεγάλο κομμάτι του Δυτικού Κόσμου, έχει επιφέρει σύγχυση στην Αριστερά και έχει
θέσει υπό αμφισβήτηση όλες τις παλαιότερες προβλέψεις της για το μέλλον: ότι η
εξέλιξη των πραγμάτων θα ευνοούσε την Αριστερά και η Δεξιά δεν θα ανέκαμπτε
ποτέ από τις ήττες που υπέστη κατά την περίοδο της κυριαρχίας των φιλελευθέρων
και των σοσιαλδημοκρατών. Προσδοκώντας ότι σύντομα κάποια μορφή σοσιαλισμού, τουλάχιστον
ένα ισχυρότερο κοινωνικό κράτος, θα αντικαταστούσε τον καπιταλισμό της
ελεύθερης αγοράς. Ποιος μπορούσε να προβλέψει πριν 25 χρόνια ότι καθώς ο 20ος
αιώνας πλησιάζει στο τέλος του θα ήταν η αριστερά εκείνη που θα βρίσκονταν
παντού σε υποχώρηση.
Αλλά
τα χαρακτηριστικά του κλίματος της εποχής, η αμηχανία που προκαλεί αυτή τη επάνοδος,
σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζουν μόνο τους ανθρώπους που ανήκουν στην Αριστερά.
Αυτή η αναπάντεχη επιτυχία της Δεξιάς δεν έχει αποκαταστήσει την ηθική τάξη ούτε
τις συλλογικές επιδιώξεις στο Δυτικό Κόσμο, τουλάχιστον όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Νέα Δεξιά δεν ήρθε στην εξουσία μόνο με εντολή να απαλλάξει την αγορά από τις
γραφειοκρατικές παρεμβάσεις αλλά και για να σταματήσει τη διολίσθηση στην
απάθεια, τον ηδονισμό και το ηθικό χάος. Δεν φάνηκε αντάξια των προσδοκιών. Η πνευματική
παρακμή, στοιχείο που τροφοδότησε ένα μεγάλο μέρος της λαϊκής δυσαρέσκειας
εναντίον του φιλελευθερισμού, είναι εξίσου εμφανής σήμερα όπως ήταν στη
δεκαετία του εβδομήντα. Οι εισηγητές ενός πρόσφατου συνεδρίου για την κατάσταση
του αμερικανικού συντηρητισμού σημειώνουν τη γενικευμένη «απογοήτευση» με τα
επιτεύγματα της λεγόμενης επανάστασης του Ρέιγκαν. Όπως και οι φιλελεύθεροι, οι
συντηρητικοί αισθάνονται "απογοήτευση" και "δυσφορία". Σύμφωνα
με το Τζορτζ Πανίτσα η "κρίση της νεωτερικότητας" παραμένει ανεπίλυτη,
περιέχει έναν "υποκριτικό συντηρητισμό" που εγκρίνει μόνο την
αχαλίνωτη αναζήτηση της κοσμικής επιτυχίας. Ο Clyde Wilson γραφεί ότι οι
«καθημερινές αρετές της ειλικρίνειας, της πίστης, των ηθών, της εργασίας και της
αυτοσυγκράτησης» είναι πιο «εξασθενημένες» από ποτέ. Στις αρχές της δεκαετίας
του εξήντα, ήταν ακόμα «δυνατό να πάρει κανείς ως δεδομένο ότι ο κοινωνικός
ιστός της δύσης… ήταν σχετικά άθικτος». Υπό τον Ρέιγκαν, ωστόσο, συνεχίζει να
διαλύεται.
Ο
τυπικός σεβασμός στις «παραδοσιακές αξίες» δεν μπορεί να κρύψει τη δέσμευση της
Δεξιάς για την πρόοδο, την απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη και τον κτητικό
ατομικισμό. Σύμφωνα με τον Paul Gottfried και τον Thomas Fleming "ο σκεπτικισμός
σχετικά με την πρόοδο" που αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα "των διανοουμένων
που θεωρούνταν συντηρητικοί" έχει σχεδόν χαθεί. «Οι πολιτικές διαφορές
μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς έχουν ήδη περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό σε διαφωνίες
πάνω στις πολιτικές που στοχεύουν να επιτύχουν συγκρίσιμους ηθικούς στόχους». Οι
ιδεολογικές διαφορές μεταξύ του φιλελευθερισμού και του συντηρητισμού αδυνατούν
να αντιπροσωπεύσουν πλέον κάτι ή να καθορίσουν το πλαίσιο του πολιτικού
διαλόγου.
Όρια:
Το απαγορευμένο θέμα
Έχει
αρχίσει να αναγνωρίζεται η ανάγκη για επαναπροσανατολισμό των πολιτικών ιδεών
όπως και το γεγονός ότι οι ταμπέλες του παρελθόντος έχουν χάσει τη χρησιμότητα τους.
Πριν
από μερικά χρόνια, σε ένα βιβλίο που προαναγγέλθηκε ως το μανιφέστο της
αναγέννησης του φιλελευθερισμού, ο μετέπειτα γερουσιαστής από τη Μασαχουσέτη Πωλ
Τσόγκας κάλεσε τους φιλελεύθερους να γίνουν πιο συντηρητικοί στα οικονομικά θέματα
και πιο ριζοσπαστικοί στα "κοινωνικά θέματα" όπως τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων,
ο φεμινισμός και η άμβλωση. Ο Bernard Avishai από το MIT διατύπωσε την αντίθετη
άποψη απαντώντας ότι ο Τσόγκας έκανε μεγάλο λάθος και ότι η Αριστερά έπρεπε να
συνδυάσει τον οικονομικό ριζοσπαστισμό με τον πολιτισμικό συντηρητισμό. Τέτοιου
είδους δηλώσεις αναδεικνύουν μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ανάγκης να
επανεξετάσουμε τις επικρατούσες απόψεις. Βοηθούν μεν αλλά διεξάγονται με τους
παλιούς όρους της συζήτησης. Πρέπει να διερευνηθεί εντατικότερα και να
αναρωτηθούμε κατά ποσό η Αριστερά και η Δεξιά διαφέρουν στις βασικές τους πεποιθήσεις
όπως η πίστη στη σκοπιμότητα και στο αναπόφευκτο της τεχνολογικής και
οικονομικής ανάπτυξης. Επίσης η σύγκρουση μεταξύ τους, που είναι θορυβώδεις και
οξεία, δεν αφορά πλέον τα κεντρικά ζητήματα της αμερικανικής πολιτικής.
Ένα
σημείο των καιρών: η αριστερά και η δεξιά, με την ίδια σφοδρότητα, αρνούνται
την ρετσινιά της «απαισιοδοξίας». Και οι δυο πλευρές απορρίπτουν την
"καταστροφολογία". Δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι η κοινωνία μας έχει
πάρει λάθος πορεία, έχει χάσει το δρόμο της, και ότι χρειάζεται να ξαναβρεί το
σκοπό και τον προσανατολισμό της. Κανένας δεν ασχολείται
με το εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα των ορίων, το οποίο απειλεί όλους όσους
θέλουν να εμφανίζονται συνεχόμενα αισιόδοξοι. Ένα παραμένει γεγονός: οι
πεπερασμένοι φυσικοί πόροι δεν θα μπορούν να υποστηρίζουν την επέκταση του
βιομηχανικού πολιτισμού απεριόριστα. Η Δεξιά προτείνει στην
ουσία να διατηρήσουμε το πολυδάπανο βιοτικό μας επίπεδο, όπως διατηρήθηκε κατά
το παρελθόν, εις βάρος του υπόλοιπου κόσμου (όλο και περισσότερο εις βάρος των
δικών μας μειονοτήτων). Αυτή η πρόταση είναι αυτοκαταστροφική, όχι μόνο επειδή
θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον από τις οποίες ούτε οι πλούσιοι μπορούν
να ξεφύγουν. Αλλά επειδή θα διευρύνει το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών
και θα παράγει όλο και πιο βίαια εξεγερσιακά και τρομοκρατικά κινήματα ενάντια
στη Δύση. Ακόμα θα επιφέρει επιδείνωση του πολιτικού κλίματος σε παγκόσμιο
επίπεδο, γεγονός τόσο απειλητικό όσο και η επιδείνωση του φυσικού κλίματος.
Αλλά
και η προοπτική που έδινε ιστορικά η Αριστερά έχει γίνει εξίσου
αυτοκαταστροφική. Η προσπάθεια να επεκταθεί το δυτικό βιοτικό επίπεδο στον
υπόλοιπο κόσμο θα οδηγήσει γρηγορότερα στην εξάντληση των μη ανανεώσιμων πόρων,
στη μη αναστρέψιμη μόλυνση της ατμόσφαιρας της γης και στην καταστροφή του
οικολογικού συστήματος, με λίγα λόγια εμπλέκονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες
από τους οποίους εξαρτάται η ανθρώπινη ζωή. «Ας φανταστούμε», γράφει ο κορυφαίος
εκπρόσωπος των Πρασίνων της Δυτικής Γερμανίας Rudolf Bahro «τι θα σήμαινε αν η ανάγκη
της κοινωνίας μας για πρώτες ύλες και κατανάλωση ενέργειας επεκτείνονταν στα
4,5 δισεκατομμύρια ανθρώπων που ζουν σήμερα ή ακόμα στα 10-15 δισεκατομμύρια που
πιθανότατα θα ζουν αύριο. Είναι προφανές ότι ο πλανήτης μπορεί να υποστηρίξει
τέτοιας έντασης παραγωγή... μόνο για μικρό χρονικό διάστημα».
Αυτές
οι εκτιμήσεις διαψεύδουν την επικρατούσα αισιοδοξία (αν και η πραγματική απόγνωση
βρίσκεται στην άρνηση να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα). Ως εκ τούτου,
τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά προτιμούν να συζητούν κάτι άλλο όπως για παράδειγμα
να ανταλλάσσουν κατηγορίες περί φασισμού και σοσιαλισμού. Αλλά η εξάπλωση των
στερεότυπων και ο ρητορικός πληθωρισμός αυτών των γνωστών συνθημάτων αποδεικνύουν
περαιτέρω την κενότητα της σημερινής πολιτικής συζήτησης. Για την αριστερά, φασισμός
πλέον είναι οτιδήποτε βρίσκεται στα δεξιά του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας,
συμπεριλαμβάνοντας ανομοιογενείς δυνάμεις όπως το Ιράν του Αγιατολάχ Χομεϊνί, η
αντιπολίτευση στο καθεστώς των Σαντινίστας στη Νικαράγουα και ο ίδιος ο Ρεϊγκανισμός.
Για τη Δεξιά, ο κομμουνισμός (ή ο «αναδυόμενος σοσιαλισμός» όπως αποκαλούνταν) περιλαμβάνει
τα πάντα στα αριστερά της, συμπεριλαμβανομένου και του New Deal. Αυτοί οι όροι δεν
έχουν χάσει μόνο το νόημά τους εξαιτίας της απερίσκεπτης κατάχρησης τους αλλά στο
τέλος του 20ου αιώνα δεν δίνουν πια εναλλακτικές λύσεις σε ιστορικά ζητήματα.
Ως
τώρα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι ούτε ο φασισμός ούτε ο σοσιαλισμός είναι οι
τάσεις του μέλλοντος. Οι ιστορικές μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ στη Σοβιετική
Ένωση, όπως και η κατάρρευση της
Σοβιετικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Ευρώπη που ακολούθησε, υποδεικνύουν ότι
η εποχή του σοσιαλισμού ήρθε και παρήλθε. Όσον αφορά το φασισμό, δεν μπορεί να
θεωρηθεί ως ένας γενικός χαρακτηρισμός των πάντων και σίγουρα όχι ως το τελικό
στάδιο αποσύνθεσης του καπιταλισμού. Και η πιο "χαλαρή" μορφή
ολοκληρωτισμού αδυνατεί να παράσχει ένα αποδεκτό υποκατάστατο. Η ιστορία του
εικοστού αιώνα, δείχνει ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι εξαιρετικά ασταθής και
εξελίσσονται προς κάποιο είδος γραφειοκρατικού καθεστώτος που δεν ταιριάζει ούτε
στο κλασσικό φασιστικό μοντέλο ούτε στο σοσιαλιστικό. Τίποτα από αυτά δε
σημαίνει ότι το μέλλον της δημοκρατία είναι ασφαλές, η δημοκρατία κινδυνεύει
λιγότερο από εξωτερικά απολυταρχικά ή κολεκτιβιστικά κινήματα και περισσότερο
εκ των έσω εξαιτίας της διάβρωσης των ψυχολογικών, πολιτιστικών και πνευματικών
θεμελίων της.
Η
κατασκευή του αντικομφορμιστή
"Η ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ
ΕΛΠΙΔΑΣ"
— Randolph Bourne, "Το λυκόφως των
ειδώλων"
Η
δική μου πίστη στην επεξηγηματική δύναμη των παλαιών ιδεολογιών άρχισε να
διαταράσσεται στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, όταν η μελέτη μου για την
οικογένεια με οδήγησε στην αμφισβήτηση του προγράμματος της Αριστεράς για την
σεξουαλική απελευθέρωση, την επαγγελματική σταδιοδρομία των γυναικών και την
επαγγελματική φροντίδα των παιδιών. Μέχρι τότε αυτοπροσδιοριζόμουν πάντα στην
Αριστερά. Μεγάλωσα με την παράδοση του μεσοδυτικού προοδευτισμού, που
εμφορούνταν με τον φιλελευθερισμό του New Deal. Πίστεψα στη Tennessee Valley
Authority[1], το
CIO[2] και
τα Ηνωμένα Έθνη. Στις διαμάχες σχετικά με την εξωτερική πολιτική, που άρχισαν
να διαιρούν τους φιλελεύθερους στα τέλη της δεκαετίας που σαράντα και τη δεκαετία
του πενήντα, τάχθηκα με εκείνους που υποστήριζαν τη συνέχιση των προσπαθειών να
βρεθούν συμβιβαστικές λύσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Μοιράστηκα
τη λύπη των γονιών μου για το γεγονός ότι τα ανοίγματα του Φραγκλίνου Ρούσβελτ στους
Ρώσους είχαν εγκαταλειφθεί από τους διαδόχους του — μια απερίσκεπτη και πρόωρη
εγκατάλειψη, όπως φάνηκε σε εμάς. Ο Χάρυ Τρούμαν δεν ήταν ήρωας στον κύκλο των
γονιών μου. Η πολιτική της ανάσχεσης, οι συνεχείς παρεμβάσεις εναντία στην ειρήνευση
και η απερίσκεπτη προσπάθεια να επέμβει σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας (το μόνο
που έκανε ήταν να ανοίξει το δρόμο σε αυστηρότερα μετρά καταστολής εναντία στον
εσωτερικό εχθρό) δεν φάνηκε να κάνουν τον κόσμο για τους Αμερικάνους
ασφαλέστερο. Αντίθετα, ο κόσμος έμοιαζε να γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο
επικίνδυνος.
Τα
μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν προσπαθήσει να εξιδανικεύσουν εκ των υστέρων τη
δεκαετία του πενήντα ως την εποχή της αθωότητας. Δεν φαίνεται έτσι σε μένα ή
στους περισσότερους από τους συνομηλίκους μου. Μία
χρόνια κατάσταση διεθνούς έκτακτης
ανάγκης οδήγησε στη διάβρωση
των ατομικών ελευθεριών στο εσωτερικό
όσο και στη στρατιωτικοποίηση
του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Υπό τον Τζόζεφ Μακάρθυ ο αντικομουνισμός
εντάθηκε σε τρομακτικό βαθμό αλλά ούτε η πτώση του Μακάρθυ αρκούσε για να
διευρυνθούν τα επιτρεπόμενα όρια του δημόσιου διαλόγου. Οι επικριτές του
περιορισμού, όπως ο Walter Lippmann και ο George Kennan (μετά το 1955), ήταν
δύσκολο να εισακουστούν ως προς την «απεμπλοκή» από τον ψυχρό πόλεμο και δεν
ασκούσαν καμία επίδραση στην αμερικάνικη πολιτική, εξ όσων εγώ και οι φίλοι μου
μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Νιώθαμε όλο και περισσότερο αβοήθητοι σε έναν κόσμο
που κυριαρχούνταν από τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις οι οποίες θα μπορούσαν να
οδηγηθούν σε αποκαλυψιακής μορφής αντιπαραθέσεις και έδειχναν ανεπηρέαστες από
τις προτροπές όλης της ανθρωπότητας ή τις ρεαλιστικές εκτιμήσεις των δικών τους
εθνικών συμφερόντων.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στις αρχές της
δεκαετίας του εξήντα με έστρεψαν ακόμα αριστερότερα. Σε αντίθεση με πολλούς από
τους συμφοιτητές μου στο Χάρβαρντ, δεν είδα θετικά την εκλογή του Τζον Κένεντι και
τη σύνδεση Κέμπριτζ - Λευκού Οίκου που προέκυψε. Η εξωτερική πολιτική του
Κένεντι —
καθώς η διεθνής σκηνή συνέχιζε να
επηρεάζει έντονα τις πολιτικές μου αντιδράσεις — έμοιαζε ακόμα πιο επικίνδυνη και από
του Τρούμαν. Δεν με εντυπωσίαζε το σλόγκαν περί "καλύτερων και εξυπνότερων"
αφού είχα γνωρίσει το σινάφι τους. Για μένα, η "μετακίνηση" του
Χάρβαρντ στην Ουάσινγκτον σήμαινε την πολιτική κυριαρχία της Route 128, περιοχή
πέριξ της Βοστώνης που εδράζονταν υψηλής τεχνολογίας βιομηχανίες. Η εξάπλωση
τους στην εν λόγο περιοχή, που δημιουργήθηκε στη βάση του παντρέματος γνώσης
και στρατιωτικής ισχύος, επιβεβαίωνε την ύπαρξη του στρατιωτικο-βιομηχανικού
συμπλέγματος, όπως ο Αϊζενχάουερ το αποκαλούσε.
Η αποχαιρετιστήρια ομιλία του Αϊζενχάουερ
με συγκίνησε πολύ πιο βαθειά από την εναρκτήρια του Κένεντι, εξαιτίας της
έκκλησής του η Αμερική να αρχίσει να δυναμώνει και πάλι. Η προειδοποίηση του Αϊζενχάουερ
έγινε ένα από τα σημεία αναφοράς μου στην πολιτική κατά τις αρχές της δεκαετίας
του εξήντα όπως και το άρθρο του Dwight Macdonald σχετικά με τις εκλογές του
1960 που εξηγούσε γιατί δεν σκόπευε να ψηφίσει κανέναν υποψήφιο. Αυτό το άρθρο
με οδήγησε με τη σειρά του στα πολιτικά απομνημονεύματα του Macdonald για τις
δεκαετίες του τριάντα και του σαράντα, μια έξυπνη και βαθειά τομή στην κριτική
της μορφής του κράτους πολεμικών συνθηκών. Άρχισα να διαβάζω και άλλους κοινωνικούς
κριτικούς που είχαν το ίδιο προαίσθημα με εμένα, αισθάνονταν ότι εμείς οι
Αμερικάνοι είχαμε κατά κάποιο τρόπο εμπιστευτεί τη μοίρα μας σε μια αδυσώπητη πολεμική
μηχανή που ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου ανεξάρτητη από τον ανθρώπινο παράγοντα,
οδεύοντας ασυναίσθητα προς την καταστροφή.
Τα γραπτά που διαμόρφωσαν τη μορφή και
την κατεύθυνση της σκέψης μου στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα ήταν "Τα
δοκίμια του πόλεμου" του Bourne Randolph, "H ισχύς των Ελίτ" του C. Wright Mills, "Η τραγωδία της
αμερικάνικης διπλωματίας" του William Appleman Williams, "Η κοινωνία της αφθονίας"
του John Kenneth Galbraith, "Η τεχνολογική κοινωνία" του Jacques
Ellul, "Η άνοδος του παραλογισμού" του Paul Goodman, "Έρως και
Πολιτισμός" του Χέρμπερτ Μαρκούζε, "Η ζωή εναντία στο θάνατο" του Norman O. Brown. Περιείχαν
ορισμένα κοινά θέματα που τώρα αντιλαμβάνομαι όπως: η παθολογία της κυριαρχίας·
η αυξανόμενη επιρροή των οργανώσεων (οικονομικών και στρατιωτικών) που λειτουργούν
χωρίς καμία ορθολογική επιδίωξη εκτός από τη δική τους μεγέθυνση· η αδυναμία
των ατόμων να αντιμετωπίσουν αυτές τις γιγαντιαίες συσσωρεύσεις και η αλαζονεία
εκείνων που υποτίθεται ότι ήταν επικεφαλείς τους.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ επιβεβαίωσε αυτή
την εντύπωση της ανελέητης και αήττητης εξουσίας. Όταν η "ομάδα
αλήθειας" του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήρθε
στην πόλη της Αϊόβα (όπου δίδασκα τότε), με εντολές να
"διορθώσει" τα επικίνδυνα "σφάλματα" που διέδιδε σχετικά με
τον πόλεμο ένα μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας που εναντιώνονταν σε αυτόν,
πήρα μια μικρή γεύση από την ευαισθησία της κυβέρνησής μας για την κοινή γνώμη.
Σηκώθηκα τότε από τη θέση μου με σκοπό να αμφισβητήσω τις επίσημες αιτιολογίες για
την αμερικανική πολιτική, το μόνο που άκουσα από έναν εκ των αξιοσέβαστων δημοσίων
λειτουργών μας ήταν "κάτσε κάτω και σκάσε". Ωστόσο συνέχισα να αντλώ κουράγιο
από την αυξανόμενη αντίθεση στον πόλεμο, από το σχηματισμό μιας Νέας Αριστεράς
και από την προσπάθεια του φοιτητικού κινήματος να εξηγήσει τη σύνδεση μεταξύ
του πολέμου και της γραφειοκρατικοποίησης της ακαδημαϊκής ζωής. Η στενή σύνδεση της βιομηχανίας με
την προηγμένη τεχνολογία είχε δημιουργήσει εξάρτηση από τα Πανεπιστήμια στο
στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα· ενώ αυτή η εξέλιξη είχε θλιβερές συνέπειες
στις υποτροφίες και τη διδασκαλία άνοιξε ένα μικρό παράθυρο ελπίδας διότι μια
εκστρατεία εναντία στη μυστική ακαδημαϊκή ερευνά, που είναι κατάφωρα ασυμβίβαστη με
την ακαδημαϊκή ηθική της διαφάνειας και ανοικτού διαλόγου, μπορούσε να διακόψει
τη ροή των διαβαθμισμένων πληροφοριών από τις εταιρίες στο Πεντάγωνο. Τέτοια
ήταν η συλλογιστική — η οποία είχε συνολικά διατυπωθεί, θυμάμαι, από τον ιστορικό
Gabriel Kolko — που
ενθάρρυνε κάποιους από εμάς να δούμε την ακαδημαϊκή μεταρρύθμιση ως κάτι επιθυμητό
και κάτι περισσότερο από μια καθαρά ακαδημαϊκή υπόθεση: ως μια στρατηγική
κίνηση ενάντια στο στρατιωτικο-βιομηχανικό μηχανισμό στο πιο ευάλωτο σημείο του.
Αυτή η στρατηγική θεωρούσε ότι το πανεπιστήμιο
είχε κάνει βαθύς συμβιβασμούς εξαιτίας της εμπλοκής του με τις εταιρίες, το
στρατό και το κράτος ωστόσο κατάφερνε έτσι να τιμήσει τα ιδανικά της
ακαδημαϊκής κοινότητας και η πίεση που ασκούνταν στο όνομα των ιδανικών έβρισκε
ανταπόκριση. Εντούτοις έγινε σύντομα σαφές ότι το φοιτητικό κίνημα υιοθέτησε
μια διαφορετική οπτική για το πανεπιστήμιο, η οποία καταδίκαζε αδιακρίτως όλους
του θεσμούς και εξίσωνε την «απελευθέρωση» με την άναρχη προσωπική ελευθερία. Καθώς
η Νέα Αριστερά εκφυλίστηκε σε επαναστατικούς θεατρινισμούς, οι εκπρόσωποι της —
γελοίοι τηλεοπτικοί αστέρες όπως ο Jerry
Rubin και ο Abbie Hoffman, αναζητητές της "υπαρξιακής" αυθεντικότητας
όπως ο Tom Hayden, "μετρ" της αντιπαραθέσεις όπως ο Mark Rudd —
δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να
κάνουν τη διάκριση μεταξύ δύναμης και εξουσίας. Η δική μου ανάγνωση και εμπειρία με είχε πείσει ότι η
αμερικάνικη κοινωνία υπέφερε από την κατάρρευση της νόμιμης εξουσίας και ότι
εκείνοι που συμμετείχαν στα θεσμικά μας όργανα όσο έχαναν την εμπιστοσύνη της
κοινής γνώμης έπρεπε να βασίζονται στη δωροδοκία, την χειραγώγηση, τον
εκφοβισμό και τις μυστικές παρακολουθήσεις. Η εργασία είχε γίνει μια δυσάρεστη
ρουτίνα, η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος μια τελετουργία δίχως νόημα, η
στρατιωτική θητεία κάτι που πρέπει να αποφεύγεται με κάθε κόστος. Η προσπάθεια
να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυβέρνηση είχε δώσει τη θέση της
στην αναζήτηση της "αξιοπιστίας". Οι θεσμοί σχεδόν σε κάθε χώρο είχαν
χάσει την εμπιστοσύνη των πολιτών· αλλά ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστούν
τα αποτελέσματα του κυνισμού, όπως μου φαίνονταν, ήταν η μεταρρύθμιση των
θεσμών μας έτσι ώστε να γίνουν αντάξιοι εμπιστοσύνης. Χωρίς να παίζουμε με τον κυνισμό
επιμένοντας ότι κανένας άνω των τριάντα δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης.
Αναμφίβολα εγώ όταν ήμουν άνω των τριάντα
διαμόρφωσα την άποψη μου για αυτά τα θέματα. Η γενιά μου — όσοι από εμάς δεν ξεπουληθήκαμε στο
New
Frontier[3] —βρεθήκαμε στη μέση μιας σύγκρουσης
όπου τα γενεαλογικά θέματα γρήγορα επισκίασαν τα ζητήματα της τάξης και της
φυλής. Οι νεόκοποι αγωνιστές, μας αποκήρυξαν ως εχθρούς της επανάστασης επειδή
είχαμε εργασία, οικογένεια και θέσεις ευθύνης (που ήταν ωστόσο
σε μεγάλο βαθμό δέσμιες από την πραγματικότητα της γραφειοκρατίας), ταυτόχρονα οι γηραιότεροι — η παλιά
σοσιαλδημοκρατία και η αντικομουνιστική αριστερά που τώρα πια βρίσκονται
καθοδόν προς το νεοσυντηρητισμό — μας κατηγόρησαν για αχαριστία προς μια
κοινωνία που μας είχε ευνοήσει με κάθε τρόπο και μας είχε δώσει μόνιμες θέσεις
σε πανεπιστήμια. Εμείς οι ίδιοι θεωρούσαμε την κριτική
μας για την αμερικάνικη κοινωνία, ειδικότερα για τα πανεπιστήμια, μια πράξη
αφοσίωσης που στόχευε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στους
θεσμούς. Οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες όμως είδαν αυτή τη κίνηση ως μια
προκαθορισμένη και σκόπιμη υπονόμευση, ως άλλη μια απόδειξη της "προδοσίας
των διανοουμένων" — ήταν σίγουρα περισσότερο κατακριτέοι από την αντίδραση
των εξοργισμένων νέων η οποία θα μπορούσε να εξηγηθεί ως μια υπερβολή του νεανικού
ιδεαλισμού.
H αυξανόμενη δυσαρέσκεια μου με τη Νέα
Αριστερά δεν συνεπάγεται καμία ρήξη με τις ιστορικές παραδόσεις της Αριστεράς,
τις οποίες είχα σαν προμετωπίδα όσο προσπαθούσα να τους καταλάβω. Από την δική
μου σκοπιά το πρόβλημα της Νέας Αριστεράς είναι η άγνοια του παρελθόντος της, που
σαν αποτέλεσμα είχε να υιοθετηθούν τα χειρότερα χαρακτηριστικά αυτού: υπερβολικός
σεκταρισμός, έμμονη με την ιδεολογική καθαρότητα, εξύμνηση των περιθωριακών ομάδων.
Μέχρι
τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα αυτοπροσδιοριζόμουν ως σοσιαλιστής, συμμετείχα
στις συνεδριάσεις της Socialist Scholars Conference[4] και
πήρα μέρος σε αρκετές από τις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός περιοδικού
σοσιαλιστικών αντιλήψεων. Ελαφρώς καθυστερημένα ξεψάχνισα τα έργα των Μαρξ και
Ένγκελς. Διάβασα Γκράμσι και Λουκάτς, τους ιδρυτές του
«Δυτικού Μαρξισμού». Διείσδυσα στο έργο της Σχολής της Φρανκφούρτης — Χορκχάιμερ,
Αντόρνο, Μαρκούζε. Ο συνδυασμός του Μαρξ με τον Φρόιντ, στον οποίο με είχαν
εισάγει για πρώτη φορά ο Μαρκούζε και ο Norman O. Brown, επιχειρούσε να θέσει
την ψυχανάλυση στην υπηρεσία της κοινωνικής θεωρίας — μου φάνηκε εξαιρετικά γόνιμο και εφοδίαζε τον
Μαρξισμό για πρώτη φορά με μια σοβαρή πολιτισμική θεωρία. Για τον ίδιο λόγο με
προσέλκυσε και η αγγλική μαρξιστική παράδοση, όπως διατυπώθηκε από τον Raymond
Williams και τον Ε. P. Thompson. Αυτή αποκήρυξε
τον οικονομικό ντετερμινισμό και τη μηχανιστική διάκριση μεταξύ της οικονομικής
«βάσης» και του πολιτισμικού «εποικοδομήματος». Έδειξε ότι η ταξική συνείδηση
είναι το αποτέλεσμα της εμπειρίας του παρελθόντος, δεν είναι μια απλή
αντανάκλαση των οικονομικών συμφερόντων. Το έργο των Williams και Thompson
έδειξε επίσης πως ο Μαρξισμός θα μπορούσε να απορροφήσει τις ιδέες των
πολιτισμικά συντηρητικών και να κτίσει ένα ελκυστικό αφήγημα, βασισμένο όχι
μόνο στις οικονομικές δυσκολίες που δημιουργούνται από τον καπιταλισμό αλλά και
στον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός υποβάθμισε την ανάγκη για χαρά στην εργασία,
σταθερές σχέσεις, οικογενειακή ζωή, αίσθηση της θέσης του ανθρώπου και αίσθηση
της ιστορικής συνέχειας.
Στα
τέλη του εξήντα και στις αρχές του εβδομήντα, ο Μαρξισμός μου φαίνονταν
μονόδρομος — με τις πολλές βελτιώσεις και τροποποιήσεις που έγιναν από εκείνους
που απέρριπταν την θετικιστική και μηχανιστική πλευρά του — για μια σειρά από
λόγους. Προωθούσε ορισμένες αριστερόστροφες διορθώσεις στον αντι-διανοουμενισμό
της Νέας Αριστεράς ο οποίος περιείχε στοιχεία όπως η αποθέωση της δράσης (κατά
προτίμηση της βίαιης, μιας "υπαρξιακά αυθεντικής" δράσης), η
περιφρόνησή της αυτονομίας της σκέψης, η τρομακτική συνήθεια να κρίνονται οι
ιδέες με μοναδικό κριτήριο αν συμβάλουν άμεσα στην
επανάσταση. Οι Μαρξιστές στη Δύση επέλεξαν το μακρύ δρόμο και καλούσαν σε
υπομονή εωσότου χτιστεί σταδιακά μια νέα κουλτούρα. Ο Μαρξισμός εξηγούσε πολλά σημαντικά
πράγματα που φαίνονταν ότι δεν μπορούσαν να εξηγηθούν με κάποιο άλλο τρόπο,
όπως η επιθετική εξωτερική πολιτική που με είχε προβληματίσει για
πολύ καιρό. Στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, άκουγα
με προσοχή τους Kennan, Lippmann και άλλους «ρεαλιστές» που υποστήριζαν ότι τα
χειρότερα χαρακτηριστικά των αμερικάνικων πολιτικών προέρχονταν από τις
αστοχίες του υπερβάλλοντος ζήλου. Η εμπειρία του Βιετνάμ με έπεισε όμως —
όπως έπεισε και πολλούς άλλους — ότι ο
αμερικάνικος ιμπεριαλισμός αναπτύχθηκε από τις δομικές ανάγκες του
καπιταλισμού, ο οποίος συνέχισε να στηρίζεται στην αποικιακή εκμετάλλευση.
Αυτοί που απέρριπταν τον οικονομικό ντετερμινισμό, ο οποίος συχνά συσχετίζονταν
με το Μαρξισμό, τον χρησιμοποιούσαν ωστόσο ως βασική αρχή της κοινωνικής
ανάλυσης. Θεωρώντας ότι οι θεσμοί της κοινωνίας έπρεπε να νοούνται ως εκφράσεις
της λανθάνουσας δομής της και των παραμέτρων διαμόρφωσης ιδιαίτερα παραγωγικών δυνάμεών της.
Αλλά η έλξη του Μαρξισμού, στη δική μου περίπτωση, δε
βασίζονταν μόνο στην ικανότητά του να παρέχει ένα γενικό επεξηγηματικό πλαίσιο αλλά
πιο συγκεκριμένα στις ειδικές γνώσεις του στην «έρημη σφαίρα του πνεύματος»,
όπως υπέροχα περιγράφει ο Γκράμσι. Στο
πλαίσιο αυτό, λάμβανα σοβαρά υπόψη την μαρξιστική κριτική στη μαζική κουλτούρα.
Σε αυτό το σημείο οι ιδέες της Σχολής της Φραγκφούρτης φαίνονταν να συμπίπτουν
με τις ιδέες που προέβαλαν οι αμερικάνοι σοσιαλιστές οι οποίοι σχετίζονταν τη
δεκαετία του τριάντα με το "Partisan Review"[5]
και αργότερα με το "Politics, Commentary, and Dissent"[6].
Οι εγχώριοι κριτικοί, κυρίως οι Dwight Macdonald
και Irving Howe,
είχαν καταδικάσει το σταλινισμό βασιζόμενοι στο επιχείρημα ότι υπέτασσε τον
πολιτισμό (όπως επέβαλε τα πάντα σε όλους) στις απαιτήσεις του επίσημου
δόγματος. Έχοντας υπερασπιστεί την καλλιτεχνική και πνευματική ανεξαρτησία από την
Kulturbolschewismus[7]
τη δεκαετία του τριάντα, συνέχισαν το σαράντα και το πενήντα να την
υπερασπίζονται ενάντια στις πολύ διαφορετικές αλλά όχι λιγότερο ύπουλες
στρεβλώσεις που επιβάλλονταν από την αγορά. Ο υποβιβασμός της τέχνης σε εμπόρευμα
υποστήριξαν ότι είχε τις ίδιες συνέπειες
στον πολιτισμό με αυτές της μαζικής παραγωγής στα υλικά αγαθά: την τυποποίηση,
την καταστροφή της ποιότητας κατασκευής και τον πολλαπλασιασμό των προϊόντων που
σχεδιάζονταν με σκοπό πολύ σύντομα να έχουν κιόλας απαρχαιωθεί. Οι επικριτές της
μαζικής κουλτούρας, κατά τη δική μου ανάγνωση, δεν προβληματίστηκαν πρωτίστως
για την υποτίμηση της λαϊκής αισθητικής· ούτε επιχειρηματολόγησαν υπέρ του ότι
η μαζική κουλτούρα χρησιμεύει ως το όπιο του λαού δηλαδή ως μια πηγή της «ψεύδους
συνείδησης» προκειμένου οι μάζες να αποδεχτούν τους άθλιους όρους ζωής τους. Ανίχνευσαν
κάτι ακόμα πιο δυσοίωνο: τη μετατροπή της φήμης σε διασημότητα· την
αντικατάσταση των συμβάντων από τις εικόνες και τα ψευδο-γεγονότα· και την
αντικατάσταση των τεκμηριωμένων ηθικών
αξιολογήσεων από τις "προβλέψεις"
που απευθύνονταν στο φόβο να μείνουμε πίσω από τη μόδα, στην ανάγκη να
μαθαίνουμε απόρρητες πληροφορίες, στην περιέργεια για το τελευταίο σκάνδαλο ή
την τελευταία ιατρική ανακάλυψη ή τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις κοινής
γνώμης και έρευνες αγοράς.
Η
κριτική στη μαζική κουλτούρα παρείχε περαιτέρω αποδείξεις, όπως φάνηκε σε εμένα,
ότι η κοινωνία μας δεν διέπεται από μια ηθική συναίνεση. Ο συνεκτικός ιστός
ήταν η "αξιοπιστία"· το σκάνδαλο Γουότεργκέιτ που
συνέπιπτε με την επερχόμενη ήττα στον
πόλεμο του Βιετνάμ — ο όποιος σε μεγάλο βαθμό υπαγορεύονταν από την ανάγκη να
διατηρηθεί η αμερικανική αξιοπιστία στα μάτια του κόσμου — φάνηκε να
επιβεβαιώνει όχι μόνο ότι οι δημόσιοι λειτουργοί μας δεν φρόντιζαν πλέον για
την αλήθεια αλλά ότι είχαν χάσει ακόμη και την ικανότητα να τη διακρίνουν από
το ψέμα. Το μόνο που μετρούσε ήταν η εκδοχή του ψέματος που θα κατάφερνε να
κάνει το κοινό να το καταναλώσει. Ότι το κατανάλωνε δεν συνεπάγονταν απαραίτητα
ότι το πίστευε: εάν η «παραπληροφόρηση», όπως ονομάστηκε αργότερα, αποδείχθηκε
ότι "πουλούσε" πολύ ήταν επειδή η ίδια η πληροφορία έφερε απελπιστικά
μικρό βάρος. Η παραπληροφόρηση μονοπωλούσε στις τηλεοπτικές συχνότητες. Δεν
ήταν ότι οι Αμερικανοί είχαν γίνει ηλίθιοι ή ευκολόπιστοι, αλλά ότι δεν είχαν
καμία θεσμική εναλλακτική λύση ενάντια στην κατανάλωση των ψεμάτων που τους
προωθούσαν. Η μόνη διαθέσιμη "άμυνα" ήταν να κλείσουν την τηλεόραση,
να ακυρώσουν τις συνδρομές τους στις εφημερίδες και τα περιοδικά και να μείνουν
μακριά από τις δημοσκοπήσεις για τις εκλογές. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι
στην πραγματικότητα έκαναν χρήση αυτών των επιλογών, αν κρίνουμε από την μείωση
των πωλήσεων των εφημερίδων, τις όλο και χαμηλότερες θεαματικότητες των
πολιτικών γεγονότων και την συρρίκνωση του αριθμού των συμμετεχόντων στις
εκλογές. Αλλά οι δημοσκοπήσεις κοινής γνώμης κατέστησαν πλέον δυνατό να
κατατάσσουν το εκλογικό σώμα βάση ενός απειροελάχιστου αλλά κατά αυτές
αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού καθορίζοντας την έκβαση των εκλογών
εκ των προτέρων.
Η
γη της ευκαιρίας: Η οπτική ενός γονιού.
Το
ερώτημα που με απασχόλησε στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα — το ερώτημα ήταν
κατά πόσον οι μεταβολές στα πρότυπα οικογενειακής ζωής μακροπρόθεσμα είχαν
αφήσει ανεπηρέαστη από αλλαγές τη δομή της προσωπικότητας — προήλθε από την
πεποίθηση ότι για την κοινωνική ευρυθμία δεν απαιτούνταν πλέον η ουσιαστική
συγκατάθεση των πολιτών. Κάθε μορφή εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης της γονεϊκής εξουσίας,
έμοιαζε να είναι σε μαρασμό. Τα παιδιά πλέον μεγάλωναν χωρίς αποτελεσματική γονεϊκή
επίβλεψη ή καθοδήγηση, κάτω από την κηδεμονία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και
της «βοήθειας των επαγγελματιών». Μια τέτοια ριζική
αλλαγή στα πρότυπα «κοινωνικοποίησης», όπως τα ονομάζουν οι κοινωνιολόγοι, θα
μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην προσωπικότητα. Το πιο ανησυχητικό
από όλα τα πιθανά ενδεχόμενα ήταν η αποδυνάμωση της ικανότητας για ανεξάρτητη
κρίση, πρωτοβουλίες και αυτοπειθαρχία από τα οποία η δημοκρατία συνήθιζε να
εξαρτάται.
Αυτές
ήταν οι θεωρητικές ανησυχίες, αν μπορώ να τις χαρακτηρίσω έτσι, που τροφοδότησαν
τις σπουδές μου στην κουλτούρα και την προσωπικότητα· αλλά οι
αναζητήσεις αυτές εντάθηκαν ακόμα περισσότερο από την εμπειρία μου ως σύζυγος
και πατέρας. Όπως και πολλοί άλλοι από αυτούς που γεννήθηκαν στα χρόνια της
μεγάλης οικονομικής κρίσης, η σύζυγός μου και εγώ παντρευτήκαμε νωρίς με σκοπό να
φτιάξουμε μια μεγάλη οικογένεια. Ήμασταν μέρος της μεταπολεμικής αναζήτησης
«καταφυγίου στην οικογενειακή ζωή», που τόσο απαξιωτικά αναφέρεται σήμερα.
Αναμφίβολα ελπίζαμε να βρούμε κάποιο είδος καταφυγίου εν μέσω της γενικευμένης
ανασφάλειας αλλά αυτή η προοπτική δεν κατάφερνε να δικαιώσει τις ελπίδες και
τις προσδοκίες μας που περιελάμβαναν πολλά περισσότερα από ένα καταφύγιο σε μια
ατέρμονη διεθνή κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σε έναν κόσμο που κυριαρχούνταν από
καχυποψία και δυσπιστία, η δύναμη της πίστης και της αφοσίωσης φαίνονταν ότι έπρεπε
να ανανεωθεί στο πιο θεμελιώδης επίπεδο: την οικογένεια και τους φίλους. Η
γενιά μου επένδυσε στις προσωπικές σχέσεις με τέτοια ένταση που όπως
αποδείχθηκε δύσκολα θα μπορούσε να διατηρήσει· αλλά το παθιασμένο ενδιαφέρον του
ενός για τη ζωή του άλλου δεν είναι σκόπιμο να χαρακτηριστεί ως μια μορφή καταφύγιου
στο συναίσθημα. Προσπαθήσαμε να καλλιεργήσουμε εκ νέου στον κύκλο των φίλων μας
το πάθος για έναν κοινό σκοπό, το οποίο δεν ήταν πλέον δυνατό να βρεθεί στην
πολιτική ή στον χώρο εργασίας.
Θέλαμε
τα παιδιά μας να μεγαλώσουν σε ένα είδος διευρυμένης οικογένειας ή τουλάχιστον
μαζί με πολλά «σημαντικά πρόσωπα». Ένα σπίτι γεμάτο από
ανθρώπους· ένα γεμάτο τραπέζι που κάθονται μαζί όλες οι γενιές·
ντουέτα στο πιάνο· ασταμάτητες συζητήσεις και μαγείρεμα· παιχνίδια
μπέιζμπολ και κολύμπι τα απογεύματα· μακρινούς περιπάτους μετά το δείπνο· παιχνίδια
πόκερ ή "Διπλωματία"[8] ή
παντομίμα τα βράδια, όλες αυτές οι δραστηριότητες έφερναν κοντά παιδιά και μεγάλους
— αυτή ήταν και η βασικής μας ιδέα για ένα καλά οργανωμένο νοικοκυριό και
ειδικότερα μια καλά οργανωμένη εκπαίδευση. Δεν είχαμε μεγάλη εμπιστοσύνη στο
σχολείο· γνωρίζαμε ότι εάν τα παιδιά μας επρόκειτο να αποκτήσουν τα πράγματα
που προσδοκούσαμε έντονα — χαρά για μάθηση, προθυμία για απόκτηση εμπειρίας,
ικανότητα για αγάπη και φιλία — θα έπρεπε να τα διδαχτούν σε μεγάλο βαθμό από
το σπίτι. Όμως για αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν έπρεπε να σκεφτόμαστε το σπίτι
απλά ως την "πυρηνική οικογένεια". Τη φιλοξενία θα έπρεπε να την
επεκτείνουμε παντού, φθάνοντας τα συναισθηματικά μας αποθέματα στα όρια τους.
Τίποτα
από αυτά δεν λογίζονταν συνειδητά ως παιδαγωγικό πρόγραμμα και θα κατάστρεφε την
εμπιστοσύνη και τον αυθορμητισμό αν ήταν· μα πιστεύω πως κάποια από αυτά τα
συναισθήματα μας βοήθησαν να διαμορφώσουμε τον τρόπο που ζούσαμε, μαζί με πολλά
άλλα που δεν προέρχονταν από προσεκτική σκέψη αλλά από καθαρή παρόρμηση.
Όπως
όλοι οι γονείς, δώσαμε στους νεαρότερους λιγότερα από ότι τους άξιζαν.
Τουλάχιστον εμείς δεν θέσαμε στόχο να αναθρέψουμε μια γενιά τέλειων παιδιών, όπως
πολλοί μεσήλικοι γονείς προσπαθούν σήμερα να κάνουν· ούτε επιχειρήσαμε να τα
εφοδιάσουμε με όλα τα πλεονεκτήματα που απαιτούνται από τα επικρατούντα πρότυπα
κοσμικής επιτυχίας. Η αποτυχία μας να τα εκπαιδεύσουμε για την επιτυχία ήταν
ένας τρόπος με τον οποίο δεν τα απογοητεύσαμε — μία αδιαμφισβήτητη επιτυχία για
μας. Όχι ότι κάτι από αυτά ήταν προμελετημένο· αλλά σταδιακά διέκρινα ξεκάθαρα
ότι κανένα από τα παιδιά μου, που είχαν ανατραφεί με σκοπό όχι
την ανοδική κινητικότητα αλλά μια έντιμη εργασία, δε θα μπορούσε να έχει
βάσιμες προσδοκίες για οποιαδήποτε συμβατική μορφή επιτυχίας. Κανένα τους δεν
θα μπορούσε να ελπίζει για άφθονες και στρωμένες ευκαιρίες, με άλλα λόγια, για
κάποια σπουδαίου είδους εργασία που θα έκαναν την καλύτερη δυνατή χρήση των δυνατοτήτων τους·
παρέχοντας τους την ικανοποίηση που επιφέρει η άσκηση αρμοδιοτήτων, όπως επίσης
κάποιο επίπεδο οικονομικής ασφάλειας και δημοσιάς εκτίμησης. Η επιτυχία δεν
επρόκειτο πλέον να υπάρξει με τέτοιους όρους. Οι "καλύτεροι και
εξυπνότεροι" ήταν αυτοί που τα θεσμικά όργανα δεν γνώριζαν πώς να τους
εκμεταλλευτούν προς ιδίων όφελος και εξαιρούσαν τους εαυτούς τους με το να μη
παίζουν με τους κανόνες του "παιχνιδιού". Οι έντονες φιλοδοξίες βασίζονταν
σε μεγαλύτερο βαθμό πάνω στην κατανομή των εγκόσμιων ανταμοιβών από ότι στην
επίκληση στο αίσθημα του καθήκοντος — μια παλιά ιστορία που ίσως τώρα εκτός από
περίπλοκη για επιπλέον εξέταση είναι και ανεπίκαιρη καθώς οι
περισσότερες από τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας και τις πορείες επαγγελματικής σταδιοδρομίας δεν
εμπνέουν το αίσθημα του καθήκοντος ως προτεραιότητα.
Η
πολιτική, το δίκαιο, η διδασκαλία, η ιατρική, η αρχιτεκτονική, η δημοσιογραφία,
ο κλήρος — όλα είχαν δυσφημιστεί εξαιτίας της υπερβολικής ανησυχίας σχετικά με τις
επιδόσεις τους στην προσπάθεια να φανούν ελκυστικά στους ανθρώπους που σκόπιμα
ή τυχαία ασκούσαν μια άλλη τέχνη και να διατηρήσουν την αφοσίωση σε υψηλά
επίπεδα παρά το γεγονός ότι η εμπειρία οδηγεί στην αποθάρρυνση και στον κυνισμό.
Εάν αυτό ίσχυε για τέτοια επαγγέλματα, ήταν επίσης αλήθεια — μου φαίνεται
σχεδόν περιττό να ειπωθεί — για την εργασία στα εργοστάσια, τις διάφορες τέχνες
και το εμπόριο. Σε κάθε βαθμίδα της αμερικανικής κοινωνίας, γινόταν όλο και πιο
δύσκολο για τους ανθρώπους να βρουν μια δουλειά που θα επέτρεπε στους άντρες
και τις γυναίκες να διατηρήσουν τον αυτοσεβασμό τους να την κάνουν με ενθουσιασμό.
Η υποβάθμιση της εργασίας αντιπροσώπευε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την
αδυναμία των θεσμικών οργάνων να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης.
Ήταν η πιο σημαντική πηγή της "κρίσης της αυθεντίας", τόσο ευρέως
διαδεδομένη αλλά τόσο λίγο κατανοητή. Η αυθεντία που πηγάζει από την προσήλωση
στο επάγγελμα, με όλες τις ηθικές και πνευματικές προεκτάσεις, δύσκολα θα
μπορούσε να ανθίσει σε μια κοινωνία στην οποία η πρακτική της προσήλωσης σε ένα
επάγγελμα είχε δώσει τη θέση της σε ένα ιδιαίτερα φαύλο είδος καριερισμού που συμβολίζονταν
αδιαμφισβήτητα στη δεκαετία του ογδόντα από την αύξηση των γιάπηδων.
Το
απροσδόκητα σκληρό εγχείρημα της ανατροφής των παιδιών μου με έφερε μπροστά, όπως
φέρνει αναγκαστικά σχεδόν κάθε γονέα, στην παγερή αδιαφορία της
"παιδοκεντρικής" κοινωνίας μας για καθετί που επιτρέπει στα παιδιά να
αναπτυχθούν και να μεγαλώσουν προκειμένου να γίνουν υπεύθυνοι ενήλικες. Για να δεις
το σύγχρονο κόσμο υπό την οπτική ενός γονιού πρέπει να το κάνεις μέσα από το
χειρότερο πρίσμα. Αυτή η προοπτική αναμφίβολα αποκαλύπτει την νοσηρότητα, για
να μη πω κάτι χειρότερο, του τρόπου ζωής μας: την εμμονή μας με το σεξ, τη βία
και την πορνογραφία της "επιτυχίας"· την εθιστική μας εξάρτηση από τα
ναρκωτικά, την «διασκέδαση» και τα βραδινά δελτία ειδήσεων· ο εκνευρισμός μας
με οτιδήποτε περιορίζει την "κυρίαρχη" ελευθερία επιλογής μας, ειδικά
από τους περιορισμούς των συζυγικών και οικογενειακών δεσμών· την προτίμησή μας
στις «μη δεσμευτικές υποχρεώσεις»· το υποβαθμισμένο εκπαιδευτικό σύστημα· την
ξεφτισμένη ηθική μας· την άρνησή μας να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ σωστού και
λάθους, φοβούμενοι μήπως "επιβάλλουμε" την ηθική μας στους άλλους και
αυτό ενθαρρύνει άλλους να "επιβάλλουν" την ηθική τους σε εμάς· την απροθυμία
μας να κρίνουμε ή να κριθούμε· την αδιαφορία μας για τις ανάγκες των
μελλοντικών γενεών, όπως αποδεικνύεται από την προθυμία μας να τις φορτώσουμε
με ένα τεράστιο εθνικό χρέος, ένα τεράστιο οπλοστάσιο ικανό για καταστροφές και
ένα επιβαρυμένο περιβάλλον· την αφιλόξενη στάση μας προς τους νεοεισερχόμενους που
γεννηθήκαν ανάμεσά μας· την ανομολόγητη παραδοχή μας, η οποία
κρύβεται πίσω από την προπαγάνδα για αμβλώσεις χωρίς περιορισμούς, ότι μόνο τα
παιδιά που γεννήθηκαν για να επιτύχουν θα πρέπει να τους επιτρέπεται να
γεννιούνται.
Εξετάζοντας
την Αμερική με αυτόν τον τρόπο, μπορούσα να καταλάβω γιατί το ζήτημα της
οικογένειας είχε παίξει τόσο σημαντικό ρόλο στην πολιτική κατά τη δεκαετία του
εβδομήντα και του ογδόντα και γιατί τόσοι πολλοί "Δημοκρατικοί" είχαν
απομακρυνθεί από το κόμμα τους. Ο φιλελευθερισμός τώρα πια σήμαινε σεξουαλική
ελευθερία, δικαιώματα των γυναικών, δικαιώματα των ομοφυλόφιλων· καταγγελία της
οικογένειας ως βάση όλων των μορφών καταπίεσης· καταγγελία της
"απολυταρχίας της εργατικής τάξης". Ακόμα και όταν οι φιλελεύθεροι
άρχισαν να καταλαβαίνουν το βάθος της δυσφορίας των πρώην ψηφοφόρων των
"Δημοκρατικών" και καθυστερημένα προσπάθησαν να παρουσιάσουν τους
εαυτούς τους ως τους φίλους της οικογένειας, δεν είχαν τίποτα καλύτερο να
προσφέρουν από μια «εθνική πολιτική για την οικογένεια» — περισσότερες
υπηρεσίες πρόνοιας, περισσότερα κέντρα ημερήσιας φροντίδας, περισσότερους
κοινωνικούς λειτουργούς, συμβούλους επαγγελματικού προσανατολισμού και τους
ειδικούς για την ανάπτυξη του παιδιού. Καμία από αυτές τις προτάσεις δεν
αφορούσε την ηθική κατάρρευση που προβλημάτιζε τόσους πολλούς ανθρώπους — ήταν
πρόβλημα ακόμα και για τους φιλελεύθερους, αν και αρνούνταν να το παραδεχτούν
δημοσίως. Οι φιλελεύθεροι
και οι σοσιαλδημοκράτες έδειξαν το πραγματικό τους πρόσωπο όταν καθυστερημένα χαρακτήρισαν
την οικογένεια ένα «έννομο αντικείμενο προβληματισμού», λέξεις που ξεχειλίζουν πατερναλισμό.
Το Κόμμα του Μέλλοντος και η Διαμάχη
του με τη "Μέση Αμερική"
Ωστόσο δεν ήταν μόνο ο πατερναλισμός
αλλά μια εντυπωσιακά επίμονη πίστη στην πρόοδο που έκανε τόσο δύσκολο για τους
ανθρώπους της Αριστεράς να ακούσουν εκείνους που τους έλεγαν ότι πραγματικά
διαλυόμαστε. Αυτού του είδους τα επιχειρήματα ήταν πάντα το στήριγμα —
όντως δεν ήταν; —
εκείνων που δεν άντεχαν να
αντιμετωπίσουν το μέλλον, γαντζώνονταν στις παλιές καλές μέρες και υπέφεραν από
έλλειψη ψυχραιμίας. Οι αντιπαραθέσεις στις οποίες ενεπλάκην μετά τη δημοσίευση των
"Λιμάνι σ' έναν άκαρδο κόσμο"
και "Η κουλτούρα του ναρκισσισμού"
με βοήθησαν να κατανοήσω καλύτερα τη διαμάχης της Αριστεράς με την Αμερική. Αν
οι άνθρωποι της Αριστεράς αισθάνονταν τον εαυτό τους αποξενωμένο από την Αμερική
ήταν επειδή στα μάτια τους οι περισσότεροι Αμερικάνοι έμοιαζαν να αρνούνται να
δεχτούν το μέλλον και να προσκολλούνται στον οπισθοδρομικό επαρχιώτικο τρόπο σκέψης
που τους εμπόδιζε να ακολουθήσουν την αλλαγή των καιρών. Αυτοί σαν βαθιοί
γνώστες θεωρούσαν ότι οι «πολιτισμικοί πεσιμιστές» και οι «καταστροφολόγοι» παρανόησαν
το γεγονός ότι η "ηθική κατάρρευση" αντιπροσώπευσε μόνο ένα μεταβατικό
στάδιο στην εξελισσόμενη διαδικασία του "εκσυγχρονισμού". Μακάρι ο
καθένας να μπορούσε να δει τα πράγματα τόσο ξεκάθαρα! Η μετάβαση σε μια
«μεταβιομηχανική» κοινωνία και ένα «μεταμοντέρνο» πολιτισμό εκ φύσεως προκάλεσε
κάθε λογής αναπροσαρμογές και αποδιοργανώσεις, αλλά η αναπόφευκτη αντικατάσταση
των παλαιότερων μεθόδων, παρά τις οδυνηρές παρενέργειες της, έπρεπε να γίνει
αποδεκτή ως το τίμημα της προόδου.
Ούτε ήταν μόνο η υλική πρόοδος που βρίσκονταν
ενώπιων μας. Προς έκπληξή μου, διαπίστωσα ότι οι φίλοι μου στην Αριστερά —
εκείνοι που μέχρι τότε δεν με είχαν κάνει
περά ως «μέρος του προβλήματος» και εξακολουθούσαν να θεωρούν, παρ 'όλες τις αποδείξεις
περί του αντιθέτου, ότι υπάρχει ακόμα σωτηρία για έμενα —
πίστευαν ακόμη τόσο στην ηθική όσο
και στην υλική πρόοδο. Επικαλούνταν την κατάργηση της δουλείας και τη
χειραφέτηση των γυναικών ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι το ιδανικό της
καθολικής αδελφοσύνης ήταν πιο κοντά στην πραγματοποίηση του όσο ποτέ άλλοτε. Η
πραγματοποίησή της κυρίως παρεμποδίζονταν, όπως φαίνονταν, από την εμμονή με τη
φυλετική πίστη που είχε τις ρίζες της στο πατριαρχικό στάδιο της κοινωνικής
εξέλιξης. Οι δεσμοί της συγγένειας, της υπηκοότητας και της εθνοτικής
ταυτότητας έπρεπε να δώσουν τη θέση τους σε «πιο ανοιχτές σε όλους ταυτότητες» όπως
ο Erik Erikson συνήθιζε
να λέει — σε μια εκτίμηση της υποκείμενης ενότητας όλης της ανθρωπότητας. Τα οικογενειακά συναισθήματα, η αφοσίωση
στην φατρία και ο πατριωτισμός — ίσως αρκετά αξιοθαύμαστα σε προηγούμενες εποχές
— δεν θα έπρεπε να τους επιτραπεί να σταθούν εμπόδιο στον παγκόσμιο πολιτισμό που
έφθανε πάνω στην ώρα για να σώσει μάλιστα την ανθρώπινη φυλή από τις
αυτοκαταστροφικές συνέπειες των παλαιών συνηθειών του εθνικού ανταγωνισμού και
του πολέμου.
Η αριστερά δεν είχε καμία διαφωνία
με το μέλλον, όπως ανακάλυψα, αλλά μόνο με τους οπισθοδρομικούς, νυχτωμένους ή
απλά παραπλανημένους αντιπάλους της προόδου των οποίων η τυφλή αντίσταση θα
μπορούσε να καθυστερήσει το μέλλον από την άφιξή του σύμφωνα με το
χρονοδιάγραμμα. Ήταν η πίστη στην πρόοδο — το θάνατο της οποίας είχα πάρει ως δεδομένο
μέχρι που άρχισα να εξετάζω το θέμα - που εξηγούσε το περίεργο μείγμα εφησυχασμού
και παράνοιας της Αριστεράς. Η σιγουριά τους ότι θα είναι με την πλευρά των
νικητών της ιστορίας έκανε τους προοδευτικούς ανθρώπους αφόρητα αυτάρεσκους και
"ανώτερους", αλλά ένιωθαν απομονωμένοι και πολιορκούμενοι μέσα στην
ίδια τους τη χώρα δεδομένου ότι αυτή ήταν πολύ λιγότερο προοδευτική από αυτούς.
Σε τελευταία ανάλυση, η πολιτική κουλτούρα των Ηνωμένων Πολιτειών παρέμεινε
εμφανώς οπισθοδρομική — χωρίς εργατικό κόμμα, χωρίς σοσιαλιστική παράδοση, χωρίς μια
μεγάλη πρωτεύουσα όπως το Λονδίνο ή το Παρίσι όπου οι πολιτικοί και οι δημόσιοι
λειτουργοί έσμιγαν με τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους και οι
προχωρημένες ιδέες να συναντιόνταν στα καφέ και στα "σαλόνια". Στην
Αμερική, το διαζύγιο ανάμεσα στην πολιτική και στη διανόηση έβρισκε πάντα
γεωγραφική έκφραση στην απόσταση μεταξύ Ουάσιγκτον και Νέα Υόρκης · και στην κουλτούρα της ίδιας της
Ουάσιγκτον που μοιάζει μάλιστα έτη φωτός μπροστά από την αχανή ενδοχώρα περάν
της οροσειράς των Αλέγκενι — γη του επαρχιωτισμού, της John Birch Society[9]
και της Κου Κλουξ Κλαν.
Από τα τέλη της δεκαετίας του
εβδομήντα και τις αρχές του ογδόντα, δεν είχα πια και πολλή εμπιστοσύνη ούτε στην
ακρίβεια αυτής της πανοραμικής ματιάς στην Αμερική ούτε στην προοδευτική οπτική
του μέλλοντος που συνδέονταν στενά. Οι "Μέσοι Αμερικανοί" είχαν έναν
καλό λόγο, όπως μου φαινόταν, να ανησυχούν για την οικογένεια και για το μέλλον
που τα παιδιά τους επρόκειτο να κληρονομήσουν. Η μελέτη μου για την οικογένεια
εξήγαγε ένα ευρύτερο συμπέρασμα: ότι η ικανότητα για αφοσίωση συμπιέζεται παρά
πολύ όταν προσπαθεί να συνδεθεί με την αλληλεγγύη υποθετικά για ολόκληρη την
ανθρωπότητα. Θα πρέπει να συνδεθεί με συγκεκριμένα άτομα και χώρους, όχι με ένα
αφηρημένο ιδανικό των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αγαπάμε συγκεκριμένους
άνδρες και γυναίκες, όχι την ανθρωπότητα συνολικά. Το όραμα της παγκόσμιας
αδελφοσύνης επειδή στηρίζεται στο συναισθηματικό μύθο ότι άνδρες και γυναίκες
είναι το ίδιο πράγμα, δεν μπορεί να επιζήσει της ανακάλυψης ότι διαφέρουν. Η
αγάπη από την άλλη, η αληθινή αγάπη σε αντίθεση με τον αόριστο και ασταθή
ανθρωπισμό, έλκεται από τις συμπληρωματικές διαφορές, όχι από την ομοιότητα. Η
φεμινιστικής προέλευσης διαμαρτυρία για την υπερβολική προσοχή που δίνεται στις
σεξουαλικές διαφορές, καλεί τους πολίτες να διευρύνουν τη «στενή οπτική τους
για τους άνδρες και τις γυναίκες» προσθέτοντας ότι ενώ οι «βιολογικές διαφορές
μας είναι αυτονόητες, οι ανθρώπινες ομοιότητές μας είναι συναρπαστικές».
Αντίθετα, είναι βιολογικές διαφορές μας που μας συναρπάζουν. Ότι οι
προοδευτικοί άνδρες και γυναίκες έχουν λησμονήσει αυτό το προφανές γεγονός
υποδηλώνει ότι βρίσκονται επικίνδυνα εκτός επαφής όχι μόνο με τη "Μέση
Αμερική" αλλά και με την κοινή λογική.
Μόλις απορριφθεί η άποψη της
ιστορικής προόδου που σημαίνει τόσα πολλά για τους ανθρώπους της Αριστεράς,
θεωρώντας τους εαυτούς τους ως το κόμμα του μέλλοντος μαζί με έναν φόβο να πνιγούν
από την οπισθοδρομική κουλτούρα της Αμερικής, γίνεται αντικείμενο ιστορικής
περιέργειας και όχι μια αυτονόητη παραδοχή με την οποία η πολιτική συναίνεση προηγείται
υποχρεωτικά. Όταν άρχισα να μελετώ το θέμα, βρήκα ότι ο φόβος της Αριστεράς για
την Αμερική πήγαινε σε μεγάλο βαθμό πίσω, τουλάχιστον ως τα τέλη της δεκαετίας
του τριάντα όταν το New Deal υπέστη μια σειρά οπισθοχωρήσεων από τις οποίες δεν
ανέκαμψε ποτέ. Αυτή η δυσφορία εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμη και κατά τη μακρά
περίοδο υπεροχής του φιλελευθερισμού που ακολούθησε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο. Η πεποίθηση ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί παρέμεναν πολιτικά
αδιόρθωτοι — υπερεθνικιστές
στην εξωτερική πολιτική, ρατσιστές στις σχέσεις τους με τους μαύρους και τις
άλλες μειονότητες, αυταρχικοί στη στάση τους απέναντι στις γυναίκες και τα
παιδιά —
βοηθά να εξηγηθεί γιατί οι
φιλελεύθεροι στηρίχθηκαν σε τόσο μεγάλο βαθμό στα δικαστήρια και την
ομοσπονδιακή γραφειοκρατία για να κατασκευάσουν τις μεταρρυθμίσεις που ίσως θα
είχαν αποτύχει να κερδίσουν τη λαϊκή υποστήριξη αν είχαν συζητηθεί ανοιχτά. Οι
μεγάλες νίκες του φιλελευθερισμού - η άρση των διακρίσεων λευκών και μαύρων, οι
θετικές διακρίσεις, η ανακατανομή της εκπροσώπησης στα νομοθετικά σώματα, η
νομιμοποίηση των αμβλώσεων — κερδήθηκαν σε μεγάλο βαθμό στα δικαστήρια, όχι στο Κογκρέσο,
στα πολιτειακά νομοθετικά σώματα ή στις κάλπες. Αντί να επιδιώκουν να
δημιουργήσουν μια λαϊκή συναίνεση πίσω από αυτές τις μεταρρυθμίσεις, οι
φιλελεύθεροι ρύθμιζαν τους επιδιωκόμενους στόχους τους με έμμεσες μεθόδους φοβούμενοι
ότι η λαϊκή αντίληψη παρέμενε αμετάβλητη. Το τραύμα του Μακαρθισμού, η μακρά και έντονη αντίσταση στην
άρση των διακρίσεων λευκών και μαύρων στο Νότο και η συνεχιζόμενη αντίσταση στις
ομοσπονδιακές δαπάνες (εκτός και αν μπορούσαν να δικαιολογηθούν για στρατιωτικούς
λόγους) όλα φαίνονταν να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό των φιλελεύθερων ότι ο
απλός Αμερικανός δεν ήταν ποτέ φιλελεύθερος και ήταν απίθανο να γίνει.
Η Γη της Επαγγελίας της Νέας Δεξιάς
Η
χρήση νομικίστικων στρατηγικών για την προώθηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων
απέκοψε τους φιλελεύθερους από τις εκλογικές περιφέρειες της εργατικής τάξης
που κάποτε αποτελούσαν την καρδιά της πλειοψηφίας του New Deal.
Η υποστήριξη στα ιδεώδη του ατομικισμού, της κοινωνικής κινητικότητας και της
αυτοπραγμάτωσης γέμιζε περισσότερο με ικανοποίηση τις ανώτερες τάξεις, δηλαδή
οι φιλελεύθεροι υπερασπίζονταν τους ασθενέστερους από την αστική σκοπιά. Οι
καλοπροαίρετες προσπάθειες να βοηθήσουν τους μαύρους, τις γυναίκες, τους
ομοφυλόφιλους και άλλα θύματα νομικών διακρίσεων είχαν πατερναλιστικό τόνο. Η σιγουριά
τους για την ορθότητα των στόχων τους και το ηθικό τους ανάστημα ως προστάτες
των καταπονημένων μειονοτήτων άγγιζε τα όρια του φαρισαϊσμού. Η πίστη τους στη διοικητική
τεχνογνωσία προσέβαλλε αυτούς που πίστευαν στην κοινή λογική. Το σωρευτικό
αποτέλεσμα του οργανωμένου αλτρουισμού ήταν να «γυρίσει μπούμερανγκ ενάντια στους
θεωρητικούς και τους γραφειοκράτες της εθνικής κυβέρνησης» όπως το έθετε ο
George Wallace. Το 1968, όταν η ισχυρή επιρροή
του Wallace
στους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης του Βορρά προδιέγραφε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο,
οι Αμερικανοί είχαν "απηυδήσει", όπως έλεγε, "με τους αλαζόνες
ψευδο-διανοούμενους που φέρονταν
υπεροπτικά, έδιναν οδηγίες ... λέγοντάς
τους πως δεν είχαν την ικανότητα να ξεχωρίζουν ποιό είναι το καλύτερο για τα
παιδιά τους ή να λειτουργούν τα δικά τους σχολεία, νοσοκομεία και τοπικά
θεσμικά όργανα".
Δώδεκα
χρόνια αργότερα, ο ξεσηκωμός της εργατικής τάξης ενάντια στο φιλελευθερισμό
βοήθησε να έρθει η Νέα Δεξιά στην εξουσία υπό τον Ρέιγκαν. Αλλά η υπεράσπισή των
«παραδοσιακών αξιών» από τον Ρέιγκαν, όπως αποδείχθηκε, ήταν πολύ περιορισμένη.
Ένας
αυτοαποκαλούμενος συντηρητικός, o
Ρέιγκαν, για τους «αντιδραστικούς» και τους «προφήτες της καταστροφής» όπως
τους αποκαλούσε, δεν ήταν περισσότερο χρήσιμος από τους ανθρώπους της Αριστεράς.
Όταν κατήγγειλε όσους ψευδώς ισχυρίζονταν ότι η Αμερική υπέφερε από πνευματική
δυσφορία, επαναλάμβανε το κύριο θέμα της ανεπιτυχούς εκστρατείας του Τεντ
Κένεντι στις προκριματικές εκλογές του 1980. Αν ο Ρέιγκαν τα κατάφερε εκεί που
ο Κένεντι απέτυχε, ίσως ήταν επειδή κατάφερε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η
ηθική αναγέννηση θα μπορούσε να επιτευχθεί ανώδυνα μέσα από τη δύναμη της
θετικής σκέψης, ενώ ο Κένεντι βασίζονταν σε μια σειρά συνηθισμένων
ομοσπονδιακών προγραμμάτων.
Οι
"παραδοσιακές αξίες" που επευφημούνταν από τον Ρέιγκαν — η επίδειξη,
ο σκληρός ανταγωνισμός, η ευκολία προσφυγής στην βία (εις βάρος των
ασθενέστερων αντιπάλων) με την παραμικρή πρόκληση — είχαν πολύ μικρή σχέση με
την παράδοση. Συνοψίζονταν στον "κώδικα των καουμπόηδων", το άτομο συνέχιζε
να απομακρύνεται από τους προγόνους του, από την άμεση οικογένειά του και από
όλα αυτά που το δέσμευαν και περιόριζαν την ελευθερία κινήσεων του. O Ρέιγκαν
πάτησε πάνω στην επιθυμία για τάξη, συνοχή, υπευθυνότητα και πειθαρχία αλλά το
πρόγραμμά του δεν περιείχε τίποτα που να ικανοποιούσε αυτήν την επιθυμία. Αντίθετα,
το πρόγραμμά του στόχευσε να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη και την
ανεξέλεγκτη επιχειρηματική δράση, οι ίδιες οι δυνάμεις που είχαν υπονομεύσει
την παράδοση. Ένα κίνημα που αυτοαποκαλείται συντηρητικό θα ήταν αναμενόμενο να
συνταχθεί με την απαίτηση επιβολής ορίων όχι μόνο στην οικονομική ανάπτυξη αλλά
και στην κατάκτηση του διαστήματος, στην τεχνολογική άλωση του περιβάλλοντος και
στην ασεβή φιλοδοξία να αποκτηθούν θεϊκές δυνάμεις πάνω στη φύση. Ωστόσο οι Ρεϊγκανιστές,
καταδίκασαν την απαίτηση για όρια ως μια καταστροφική άποψη. «Οι οπαδοί της
ελεύθερης αγοράς», σύμφωνα με τον Burton Pines έναν ιδεολογικό οπαδό της Νέας Δεξιάς,
«τονίζουν ότι η οικονομία μπορεί πράγματι να επεκταθεί, όπως και το κάνει, ώστε
όλα τα μέλη της κοινωνίας να ... αυξήσουν τον πλούτο τους».
Αυτά
τα λόγια εκφράζουν απερίφραστα την πίστη στην πρόοδο που έχει κυριαρχήσει στην
αγγλοαμερικάνικη πολιτική τους δύο τελευταίους αιώνες. Η ιδέα της προόδου, σε
αντίθεση με την κοινά αποδεκτή άποψη, οφείλει την σαγήνη της όχι σε έναν χιλιετή
οραματισμό του μέλλοντος αλλά σε μια φαινομενικά πιο ρεαλιστική προσδοκία ότι η
επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να συνεχιστεί επ 'αόριστον. Η ιστορία
του φιλελευθερισμού — που σε μεγάλο βαθμό ισχύει και για τον συντηρητισμό — αποτελείται
από παραλλαγές πάνω σε αυτό το βασικό θέμα.
Ότι
η «αισιοδοξία» και η «απαισιοδοξία» παραμένουν οι προσφιλείς κατηγοριοποιήσεις στον
πολιτικό διάλογο σημαίνει ότι το ζήτημα της προόδου δεν έχει τελειώσει ακόμα. Ωστόσο,
στην επικείμενη εποχή των ορίων φαντάζει όλο και πιο κενό. Μπορεί να αρχίσουμε
να ακούμε ορισμένες φωνές εναντίωσης, που ακολουθούσαν πάντα τους πανηγυρισμούς
της προόδου ως κάποιου είδους αντίβαρο, αλλά συνήθως πνίγονταν από τις κυριαρχούσες
φωνές. Μια πιο προσεκτική μελέτη αυτού του σημείου - η ιστορία της προοδευτικής
ιδεολογίας και των επικριτών της — φέρνει στην επιφάνεια μια πιο περίπλοκη αίσθηση,
ένα πιο εμπλουτισμένο και σκοτεινότερο μείγμα αρμονίας, καθόλου εύηχο από κάθε
άποψη σε σχέση με ότι είμαστε συνηθισμένοι να ακούμε. Ειδικά αυτές που μας
μιλούν τώρα είναι οι σκοτεινότερες φωνές, όχι επειδή μας μιλούν με απόγνωση αλλά
επειδή μας βοηθούν διακρίνουμε την "αισιοδοξία" από την ελπίδα και
έτσι να μας δίνουν το θάρρος να αντιμετωπίσουμε τις αυξανόμενες δυσκολίες που
απειλούν να μας κατατροπώσουν.
[1] ΣτΜ: Ομοσπονδιακός οργανισμός
που δημιουργήθηκε στα πλαίσια του New Deal και συνέβαλε στην ανάπτυξη της
κοιλάδας του Tennessee.
[3] ΣτΜ: Πολιτική διακήρυξη του Τζον
Κένεντι.
[4] ΣτΜ: Ετήσιο Φόρουμ για
σοσιαλιστές μελετητές που διοργανώνονταν στη Νέα Ιορκη.
[5] ΣτΜ: Κομμουνιστικής θεματολογίας
περιοδικό που ιδρύθηκε το 1934 από το Κ.Κ ΗΠΑ. Εν συνέχεια υιοθέτησε
σοσιαλδημοκρατική και αντικομουνιστική οπτική (φημολογείται ανάμειξη της CIA).
[6] ΣτΜ: Μεταγενέστερο περιοδικό
αριστερών πεποιθήσεων.
[7] ΣτΜ: Ο όρος "Κουλούρα των Μπολσεβίκων"
χρησιμοποιούνταν κυρίως από τους Ναζί και άλλους εθνικιστικούς σχηματισμούς για
να γελοιοποιήσουν και να κατηγορήσουν ως προπαγάνδα των Μπολσεβίκων κάθε μορφή
τέχνης (και διανόησης) που δεν έλεγχαν.
[8] ΣτΜ: Επιτραπέζιο παιχνίδι
στρατηγικής.
[9] ΣτΜ: Ριζοσπαστική δεξιά,
αντικομουνιστική ομάδα πίεσης που απαιτεί περιορισμό του κράτους.